- μετανάστιος
- μετανάστιοςwanderingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετανάστιος — μετανάστιος, ον (Α) [μετανάστης] αυτός που περιπλανιέται από ένα μέρος σε άλλο, περιπλανώμενος, πλάνης … Dictionary of Greek
μετανάστιον — μετανάστιος wandering masc/fem acc sg μετανάστιος wandering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανάστιοι — μετανάστιος wandering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)